λυπρόβιος

λυπρόβιος
λυπρό-βῐος, ον,
A leading a wretched life, Str.7.5.12.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λυπρόβιος — λυπρόβιος, ον (Α) αυτός που ζει άθλια ζωή, στερημένα, στενόχωρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λυπρός* + βιος (< βίος), πρβλ. λιμνό βιος, νυκτερό βιος] …   Dictionary of Greek

  • λυπρόβιοι — λυπρόβιος leading a wretched life masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βίος — ο και βιος, το (AM βίος, ο) 1. η ανθρώπινη ζωή 2. ο τρόπος που ζει κανείς («αμέριμνος βίος», «ταλαίπωρος βίος») 3. ο χρόνος, η διάρκεια της ζωής 4. η εξιστόρηση της ζωής κάποιου, η βιογραφία 5. τα αγαθά, τα υπάρχοντα 6. ο πλούτος νεοελλ. 1. η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”